- προπάτορος
- προπάτωρfirst founder of a familymasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προπάτορος — ον, Μ προπάτωρ, πρόγονος («πνεῡμα οὐ προπάτορον, οὐκ ἔκγονον», Επιφάν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προπάτορος, γεν. τού προπάτωρ, κατά τα δευτερόκλιτα επίθ. σε ος, ον] … Dictionary of Greek
ANCHISA — oppid. Italiae. Steph. Dionys. Halicarn. Ant. Rom. l. 1. Π῾πμον δὲ Καπύην μὲν ἀπὸ τȏυ προπάππου Κάπυος, Α᾿γχἰσην δὲ ἀπὸ τȏυ προπάτορος Α᾿γχίσου … Hofmann J. Lexicon universale